Οινοφυτιώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Οινοφυτιώτης αρσενικό, θηλυκό Οινοφυτιώτισσα
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος ή αυτός που κατάγεται από τα Οινόφυτα
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Οινοφυτιώτης
|