Δείτε επίσης: ὀδοντωτός, οδοντωτός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Οδοντωτός < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Οδοντωτός αρσενικό

  1. κοινή ονομασία για τη σιδηροδρομική γραμμή Διακοπτού - Καλαβρύτων
  2. (οικείο) ονομασία σιδηροδρομικών γραμμών που χρησιμοποιούν οδόντωση σε σημεία με μεγάλη κλίση

  Μεταφράσεις επεξεργασία