Οίον
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Οίον < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Οἶον
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈi.on/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Οί‐ον
Κύριο όνομα επεξεργασία
Οίον ουδέτερο, μόνο στον ενικό
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Οίον στη Βικιπαίδεια