Ξεπαπαδέα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ξεπαπαδέα < γενική ενικού του αρσενικού Ξεπαπαδέας
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΞεπαπαδέα θηλυκό άκλιτο
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Ξεπαπαδέας
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΞεπαπαδέα αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Ξεπαπαδέας