Νεόπουλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Νεόπουλος | οι | Νεόπουλοι & Νεοπουλαίοι1 |
γενική | του | Νεόπουλου & Νεοπούλου |
των | Νεόπουλων2 & Νεοπουλαίων |
αιτιατική | τον | Νεόπουλο | τους | Νεόπουλους3 & Νεοπουλαίους |
κλητική | Νεόπουλε | Νεόπουλοι & Νεοπουλαίοι | ||
1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Νεοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Νεοπούλους | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Νεόπουλος αρσενικό (θηλυκό Νεοπούλου)