Ναϊρομπιανός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ναϊρομπιανός αρσενικό, θηλυκό Ναϊρομπιανή
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος, ή αυτός που κατάγεται από το Ναϊρόμπι
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ναϊρομπιανός
|