Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ναυπλιεύς < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ναυπλιεύς αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. κάτοικος του Ναυπλίου ή καταγόμενος από εκεί

  Μεταφράσεις επεξεργασία