Δείτε επίσης: μόνα, μονά

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Μόνα οι Μόνες
      γενική της Μόνας
    αιτιατική τη Μόνα τις Μόνες
     κλητική Μόνα Μόνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μόνα < από γυναικεία ονόματα σε διάφορες γλώσσες, όπως Monica / Monika (Μόνικα), Ramona (Ραμόνα), Simona (Σιμόνα, Σιμόνη) κ.ο.κ. • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μόνα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία