Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Μυλοπόταμος οι Μυλοπόταμοι
      γενική του Μυλοπόταμου
Μυλοποτάμου
των Μυλοπόταμων
Μυλοποτάμων
    αιτιατική τον Μυλοπόταμο τους Μυλοπόταμους
Μυλοποτάμους
     κλητική Μυλοπόταμε Μυλοπόταμοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Μυλοπόταμος Αγίου Όρους

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μυλοπόταμος < μύλ(ος) + -ο- + ποταμός

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μυλοπόταμος αρσενικό

  1. δήμος της Ελλάδας στην Κρήτη
  2. χωριά της Ελλάδας στα Κύθηρα, στη Μήλο και σε άλλα μέρη
  3. κελί της Ι.Μ. Λαύρας στο Άγιο Όρος
  4. παραλία του Πηλίου

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία