Μπούντε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈbun.de/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μπού‐ντε
Μεταγραφή
επεξεργασίαΜπούντε ουδέτερο άκλιτο
- πόλη της Νορβηγίας, άλλη μορφή του Μπόντο
Μεταφράσεις
επεξεργασία Μπούντε
→ δείτε τη λέξη Μπόντο |