Μπαρουτάδικο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Μπαρουτάδικο | τα | Μπαρουτάδικα |
γενική | του | Μπαρουτάδικου | των | Μπαρουτάδικων |
αιτιατική | το | Μπαρουτάδικο | τα | Μπαρουτάδικα |
κλητική | Μπαρουτάδικο | Μπαρουτάδικα | ||
συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Μπαρουτάδικο < μπαρουτάδικο
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ba.ɾuˈta.ði.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μπα‐ρου‐τά‐δι‐κο
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜπαρουτάδικο ουδέτερο
- πάρκο στο Αιγάλεω
- ※ Σήμερα το Μπαρουτάδικο είναι ένας πνεύμονας πρασίνου για το Αιγάλεω και τη Δυτική Αθήνα. (Λίτσα Αγαπητού, Φωτεινή Καράμπελα, Ιστορίες από το Μπαρουτάδικο, popaganda.gr, 25 Νοεμβρίου 2014)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Μπαρουτάδικο
|