Δείτε επίσης: μπαρουτάδικο
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Μπαρουτάδικο τα Μπαρουτάδικα
      γενική του Μπαρουτάδικου των Μπαρουτάδικων
    αιτιατική το Μπαρουτάδικο τα Μπαρουτάδικα
     κλητική Μπαρουτάδικο Μπαρουτάδικα
συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
Μπαρουτάδικο < μπαρουτάδικο
ΔΦΑ : /ba.ɾuˈta.ði.ko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μπαρουτάδικο

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Μπαρουτάδικο ουδέτερο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία