Μπέζα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈbe.za/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μπέ‐ζα
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
- Μπέζα < γενική ενικού του αρσενικού Μπέζας
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Μπέζα θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασία
Ετυμολογία 2
επεξεργασία

- Μπέζα < (μεταγραφή) πορτογαλική Beja