Μούργος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Μούργος < μούργος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Μούργος αρσενικό (θηλυκό Μούργου)
- ανδρικό επώνυμο
- ※ Αφόντας λοιπόν το σκεδίασε, με το νου του, είπε ν' αλλάξει και τ' όνομά του —μάλλον το παρανόμι του. Και από Μούργος (καθαυτό) γίνηκε Μουργόπουλος (από το διήγημα του Γιώργου Δενδρινού (1904-1938) «Η βιτρίνα», στη συλλογή αφηγημάτων: Ειρήνη υμίν, επιμέλεια: Ε.Χ. Γονατάς (Αθήνα: Στιγμή, 1988), σ. 35)