Μουσαίος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Μουσαίος | οι | Μουσαίοι |
γενική | του | Μουσαίου | των | Μουσαίων |
αιτιατική | τον | Μουσαίο | τους | Μουσαίους |
κλητική | Μουσαίε | Μουσαίοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Κύριο όνομα επεξεργασία
Μουσαίος αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
Μουσαίος
|