Μεσοποταμίτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Μεσοποταμίτισσα < Μεσοποταμίτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.so.po.taˈmi.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Με‐σο‐πο‐τα‐μί‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜεσοποταμίτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Μεσοποταμίτης
- προσωνυμία της Παναγίας στην Αίγινα
Συγγενικά
επεξεργασία- → και δείτε τις λέξεις Μεσοποταμία και Μεσοποταμιά
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Μεσοποταμίτης
Μεσοποταμίτισσα
|