Μεντούλης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Μεντούλης | οι | Μεντούληδες |
γενική | του | Μεντούλη | των | Μεντούληδων |
αιτιατική | τον | Μεντούλη | τους | Μεντούληδες |
κλητική | Μεντούλη | Μεντούληδες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Μεντούλης < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /menˈdu.lis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Με‐ντού‐λης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜεντούλης αρσενικό