Μεκουνίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μεκουνίδα | οι | Μεκουνίδες |
γενική | της | Μεκουνίδας | των | Μεκουνίδων |
αιτιατική | τη | Μεκουνίδα | τις | Μεκουνίδες |
κλητική | Μεκουνίδα | Μεκουνίδες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Μεκουνίδα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.kuˈni.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Με‐κου‐νί‐δα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜεκουνίδα θηλυκό