Μαυράθηρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Μαυράθηρο ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (ελληνική ποικιλία αμπέλου) ποικιλία αμπέλου της Σαντορίνης διαδεδομένη στις Κυκλάδες και νησιά του Αιγαίου, και παράγει λευκό ξηρό κρασί
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Μαυράθηρο
|