Μαρτινικανός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Μαρτινικανός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Μαρτινικανός αρσενικό
- αυτός που κατάγεται από τη Μαρτινίκα
Μεταφράσεις επεξεργασία
Μαρτινικανός
|
Μαρτινικανός αρσενικό
|