Μαντουβάλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μαντουβάλα | ||
γενική | της | Μαντουβάλας | ||
αιτιατική | τη | Μαντουβάλα | ||
κλητική | Μαντουβάλα | |||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ma.duˈva.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μα‐ντου‐βά‐λα
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Μαντουβάλα θηλυκό, μόνο στον ενικό
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Μαντουβάλα
|