Δείτε επίσης: λυτρωτής

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Λυτρωτής οι Λυτρωτές
      γενική του Λυτρωτή των Λυτρωτών
    αιτιατική τον Λυτρωτή τους Λυτρωτές
     κλητική Λυτρωτή Λυτρωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Λυτρωτής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή λυτρωτής

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /li.tɾoˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λυ‐τρω‐τής

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Λυτρωτής αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία