λασιόθριξ
(Ανακατεύθυνση από Λασιοθριξ)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | λασιόθριξ | οἱ/αἱ | λασιόθριχες | ||||
γενική | τοῦ/τῆς | λασιόθριχος | τῶν | λασιοθρίχων | ||||
δοτική | τῷ/τῇ | λασιόθριχῐ | τοῖς/ταῖς | λασιόθριξῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν/τὴν | λασιόθριχᾰ | τοὺς/τὰς | λασιόθριχᾰς | ||||
κλητική ὦ! | λασιόθριξ | λασιόθριχες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λασιόθριχε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | λασιοθρίχοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
λασιόθριξ αρσενικό ή θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) μαλλιαρός, που έχει πυκνό τρίχωμα