Λαμπροχριστούγεννα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Λαμπροχριστούγεννα | ||
γενική | των | Λαμπροχριστουγέννων | ||
αιτιατική | τα | Λαμπροχριστούγεννα | ||
κλητική | Λαμπροχριστούγεννα | |||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Λαμπροχριστούγεννα < Λαμπρ(ή) + -ο- + Χριστούγεννα
Προφορά επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Λαμπροχριστούγεννα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (χριστιανισμός, λαϊκότροπο) οι μεγάλες εορτές της Χριστιανοσύνης, η Λαμπρή (Πάσχα) και τα Χριστούγεννα
Μεταφράσεις επεξεργασία
Λαμπροχριστούγεννα
|