Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Λέσβιος Λεσβί τὸ Λέσβιον
      γενική τοῦ Λεσβίου τῆς Λεσβίᾱς τοῦ Λεσβίου
      δοτική τῷ Λεσβί τῇ Λεσβί τῷ Λεσβί
    αιτιατική τὸν Λέσβιον τὴν Λεσβίᾱν τὸ Λέσβιον
     κλητική ! Λέσβιε Λεσβί Λέσβιον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Λέσβιοι αἱ Λέσβιαι τὰ Λέσβι
      γενική τῶν Λεσβίων τῶν Λεσβίων τῶν Λεσβίων
      δοτική τοῖς Λεσβίοις ταῖς Λεσβίαις τοῖς Λεσβίοις
    αιτιατική τοὺς Λεσβίους τὰς Λεσβίᾱς τὰ Λέσβι
     κλητική ! Λέσβιοι Λέσβιαι Λέσβι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Λεσβίω τὼ Λεσβί τὼ Λεσβίω
      γεν-δοτ τοῖν Λεσβίοιν τοῖν Λεσβίαιν τοῖν Λεσβίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

Λέσβιος < Λέσβ(ος) + -ιος

  Επίθετο επεξεργασία

Λέσβιος, -α, -ον

  1. (πατριδωνυμικό) που προέρχεται από τη Λέσβο, τη Μυτιλήνη, Μυτιληναίος
  2. μυτιληναίικος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Λέσβιος αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία