Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κυπαρισσιακός < εννοείται κόλπος → δείτε τη λέξη κυπαρισσιακός < Κυπαρισσία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κυπαρισσιακός ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία