Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κουλεντιανός οι Κουλεντιανοί
      γενική του Κουλεντιανού των Κουλεντιανών
    αιτιατική τον Κουλεντιανό τους Κουλεντιανούς
     κλητική Κουλεντιανέ Κουλεντιανοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ku.len.dʝaˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κου‐λε‐ντια‐νός

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

Κουλεντιανός < Κουλέντ(ι) + -ιανός

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κουλεντιανός αρσενικό (θηλυκό Κουλεντιανή)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

Κουλεντιανός < πατριδωνυμικό Κουλεντιανός[1]

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κουλεντιανός αρσενικό (θηλυκό Κουλεντιανού)

Μεταγραφές επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Εμμανουήλ Π. Καλλίγερος (2002), Κυθηραϊκά επώνυμα. Ιστορική, γεωγραφική και γλωσσική προσέγγιση, Αθήνα: Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών.