Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κουάκερος < αγγλική quaker (αυτός που τρέμει)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κουάκερος αρσενικό (πληθυντικός: Κουάκεροι)


Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία