Κολυμπάδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Κολυμπάδα | οι | Κολυμπάδες |
γενική | της | Κολυμπάδας | των | Κολυμπάδων |
αιτιατική | την | Κολυμπάδα | τις | Κολυμπάδες |
κλητική | Κολυμπάδα | Κολυμπάδες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κολυμπάδα < κολυμπάδα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ko.limˈba.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κο‐λυ‐μπά‐δα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚολυμπάδα θηλυκό