Κλεοπάκης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Κλεοπάκης < Κλεόπ(ας) + υποκοριστικό επίθημα -άκης
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kle.oˈpa.cis/
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κλεοπάκης αρσενικό
- υποκοριστικό, χαϊδευτικό ανδρικό όνομα
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Κλεόπας
Κλεοπάκης
|