Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Κεκρυφάλει
      γενική τῆς Κεκρυφαλείᾱς
      δοτική τῇ Κεκρυφαλεί
    αιτιατική τὴν Κεκρυφάλειᾰν
     κλητική ! Κεκρυφάλει
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κεκρυφάλεια < κεκρύφαλ(ος) + -εια

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κεκρυφάλεια, -ας

  • νησί της Ελλάδας, το σημερινό Αγκίστρι
    ※  5ος↑ αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 1, 105
    ※  1ος↑ αιώνας Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη Ἱστορική, 11 (βιβλίο ΙΑ)
    Ἁλιεῖς, ἀνέβησαν εἰς τὴν Πελοπόννησον, καὶ τῶν πολεμίων ἀνεῖλον οὐκ ὀλίγους. συστραφέντων δὲ τῶν Πελοποννησίων καὶ δύναμιν ἀξιόλογον ἀθροισάντων, συνέστη μάχη πρὸς τοὺς Ἀθηναίους περὶ τὴν ὀνομαζομένην Κεκρυφάλειαν, καθ´ ἣν πάλιν ἐνίκησαν Ἀθηναῖοι.
    Αλιείς, ανήλθαν στην Πελοπόννησο, και άρπαξαν πολλούς από τους εχθρούς. Γυρίζοντας προς την Πελοπόννησο και συγκεντρώνοντας αξιόλογες δυνάμεις, έλαβε χώρα μάχη με τους Αθηναίους κοντά στην αποκαλούμενη Κεκρυφάλεια, στην οποία νίκησαν οι Αθηναίοι.

  Πηγές επεξεργασία