Κατσίκας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Κατσίκας < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική ? + -ας. (> τουρκική kaçık (τρελός))
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚατσίκας αρσενικό (θηλυκό Κατσίκα)
Συγγενικά
επεξεργασίαεπώνυμα:
Μεταγραφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Κατσίκας σελ.93 - Παναγιώτα Δαλακούρα (2020), Τα επώνυμα της Καβάλας. Γλωσσολογική προσέγγιση. Mεταπτυχιακή διπλωματική εργασία. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. DOI, pdf.