Κατηγορία:Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Γλώσσα: Νέα ελληνικά » Ετυμολογία » Κληρονομημένες λέξεις » από τα αρχαία ελληνικά ««« « Ετυμολογία « Αρχαία ελληνικά |
Υποκατηγορίες
Αυτή η κατηγορία έχει τις ακόλουθες 9 υποκατηγορίες, από 9 συνολικά.
'
Σελίδες στην κατηγορία "Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 1.113 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Α
- -α
- Α
- α-
- αβγό
- αβδέλλα
- άβρεχτος
- άβροχος
- άβυσσος
- αγαθό
- αγαθός
- αγάμητος
- αγανός
- αγαπάω
- αγαπώ
- αγγειό
- αγέλαστος
- αγέννητος
- αγκτήρας
- αγκώνας
- αγλέουρας
- αγνάντια
- αγνός
- άγνωστος
- αγορά
- αγοράζω
- αγόρασμα
- -άγρα
- αγριελιά
- αγριο-
- άγριος
- άγρυπνος
- αγώνας
- αγωνίζομαι
- αδάκρυτος
- αδελφή
- αδελφός
- αδερφός
- αδρός
- αδύνατος
- αετός
- Αθηναίος
- άι
- αι
- αίγα
- Αίγινα
- Αιγινήτης
- αίμα
- -αινα
- -αίος
- αιώνας
- ακοίμητος
- άκοπος
- ακούεις
- άκουρος
- ακούω
- ακρίβεια
- ακρίδα
- άλαλος
- άλειμμα
- αλείφω
- αλέκτορας
- αλεύρινος
- αλήθεια
- αληθινός
- Αλκιβιάδης
- αλλά
- αλλαγή
- αλλάζω
- άλλος
- αλμυρός
- αλοσάχνη
- αλύπητος
- άλυσος
- αλυχτάω
- αλυχτώ
- αμαρτία
- αμετροεπής
- αμυγδαλιά
- αμύγδαλο
- αν
- ανα-
- αναγκάζω
- ανάγκη
- αναγνώθω
- αναπνέω
- αναπνοή
- ανάσταση
- Ανάσταση
- ανατολή
- ανατρέπω
- Ανδρέας
- ανδρείος
- ανελέητος
- ανέλπιστος
- ανεμο-
- άνεμος
- ανεμπόδιστος
- ανεμώνα
- άνηθος
- ανήλιος
- ανθίζω
- άνθρωπος
- ανοίγω
- άνοιξη
- -ανός
- άντερο
- ἄντερο
- αντικρύ
- αντίχριστος
- αντράκλα
- αντρεία
- αντρειά
- ανυφαίνω
- αξία
- απαλός
- απαντάω
- απαντώ
- άπαπα
- απάτη
- απέ
- απελευθέρωση
- απέναντι
- άπιστος
- άπλυτος
- από
- απο-
- αποκρίνομαι
- άπονος
- ἀποτάσσω
- απόφαση
- αργάζω
- αργο-
- αργώ
- αρέσω
- -άρι
- αριστερός
- αρκετός
- αρμός
- αρμυρός
- αρνιέμαι
- αρπάζω
- αρραβώνας
- αρσενικός
- αρχή
- αρχι-
- άρχοντας
- ασάλευτος
- ασήμι
- αστακός
- αστράγαλος
- άστρο
- ασυλλόγιστος
- άτεχνος
- ατσίδα
- άτυχος
- αυτο-
- αυτός
- αυτούθε
- αφορίζω
- αφορμή
- αφρίζω
- αφρο-
- αφρός
- Αχιλλέας
- άψυχος