Κατίγγω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Κατίγγω | οι | Κατίγγες |
γενική | της | Κατίγγως | των | Κατίγγων |
αιτιατική | την | Κατίγγω | τις | Κατίγγες |
κλητική | Κατίγγω | Κατίγγες | ||
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος. | ||||
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Κατίγγω < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Κατίγγω θηλυκό