Κατήγκω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Κατήγκω | οι | Κατήγκες |
γενική | της | Κατήγκως | των | Κατήγκων |
αιτιατική | την | Κατήγκω | τις | Κατήγκες |
κλητική | Κατήγκω | Κατήγκες | ||
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος. | ||||
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Κατήγκω < → δείτε τη λέξη Κατίγκω
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaˈtiŋ.go/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐τή‐γκω
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Κατήγκω θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία
- "Συλλογή κύριων ονομάτων των νεότερων Ελλήνων Θράκης". Αρχείου του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού. 1. Αθήνα: Τυπογραφείον Σεργιάδου. 1934-35. σελ. 218-224.