Καραμπόλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Καραμπόλα | οι | Καραμπόλες |
γενική | της | Καραμπόλας | — | |
αιτιατική | την | Καραμπόλα | τις | Καραμπόλες |
κλητική | Καραμπόλα | Καραμπόλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Καραμπόλα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.ɾamˈbo.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐ρα‐μπό‐λα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαραμπόλα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία Καραμπόλα
→ δείτε τη λέξη Καραβόλα |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Άτλας της Ελλάδος, Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, 1965, σελ. 6 του pdf