Δείτε επίσης: καραβιώτισσα, Κακαβιώτισσα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Καραβιώτισσα οι Καραβιώτισσες
      γενική της Καραβιώτισσας των Καραβιωτισσών
    αιτιατική την Καραβιώτισσα τις Καραβιώτισσες
     κλητική Καραβιώτισσα Καραβιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Καραβιώτισσα < Καραβιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.ɾaˈvʝo.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐ρα‐βιώ‐τισ‐σα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Καραβιώτισσα θηλυκό

  1. (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Καραβιώτης
  2. προσωνυμία της Παναγίας

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Καραβιώτης