Καμουχαρέα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Καμουχαρέα | οι | Καμουχαρέες |
γενική | της | Καμουχαρέας | — | |
αιτιατική | την | Καμουχαρέα | τις | Καμουχαρέες |
κλητική | Καμουχαρέα | Καμουχαρέες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Καμουχαρέα < μεσαιωνική ελληνική Καμουχαρέα < μεσαιωνική ελληνική καμουχάς[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.mu.xaˈɾe.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐μου‐χα‐ρέ‐α
Κύριο όνομα επεξεργασία
Καμουχαρέα θηλυκό
- άλλη ονομασία του ναού της Καπνικαρέας στην Αθήνα
Μεταφράσεις επεξεργασία
Καμουχαρέα
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Καπνικαρέα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)