Καλοκαιρινές
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | Καλοκαιρινές | ||
γενική | των | Καλοκαιρινών | ||
αιτιατική | τις | Καλοκαιρινές | ||
κλητική | Καλοκαιρινές | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Καλοκαιρινές < καλοκαιρινές
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.lo.ce.ɾiˈnes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐λο‐και‐ρι‐νές
Κύριο όνομα επεξεργασία
Καλοκαιρινές θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
Καλοκαιρινές