Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Κακοσάλεσι τα Κακοσάλεσια
      γενική του Κακοσαλεσιού των Κακοσαλεσιών
    αιτιατική το Κακοσάλεσι τα Κακοσάλεσια
     κλητική Κακοσάλεσι Κακοσάλεσια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κακοσάλεσι < κακο- + Σάλεσι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.koˈsa.le.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐κο‐σά‐λε‐σι

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κακοσάλεσι ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία