Κακαρδίτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Κακαρδίτσα < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Κακαρδίτσα θηλυκό
- (τοπωνύμιο) βουνοκορφή (υψόμετρο: 2.320 μ.) της Πίνδου, στη δυτική Ελλάδα, μεταξύ του Ασπροποτάμου και του Αράχθου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Κακαρδίτσα
|
Πηγές
επεξεργασία
- Λήμμα «Κακαρδίτσα», Επίτομον εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν (1935). Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, σελ. 1442.