Καγκέλες
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | Καγκέλες | ||
γενική | των | Καγκελών | ||
αιτιατική | τις | Καγκέλες | ||
κλητική | Καγκέλες | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Καγκέλες < καθαρεύουσα Καγκέλαι• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaŋˈɟe.les/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐γκέ‐λες
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαγκέλες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- (παρωχημένο) χωριό της Φωκίδας, πρώην ονομασία της Πηγής[1]