↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι Καγκέλες
      γενική των Καγκελών
    αιτιατική τις Καγκέλες
     κλητική Καγκέλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Καγκέλες < καθαρεύουσα Καγκέλαι• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kaŋˈɟe.les/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐γκέ‐λες

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Καγκέλες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ΦΕΚ Α 16, 19 Φεβρουαρίου 1960 (λήψη αρχείου PDF)