Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κάρναβος οι Κάρναβοι
      γενική του Κάρναβου των Κάρναβων
    αιτιατική τον Κάρναβο τους Κάρναβους
     κλητική Κάρναβο Κάρναβοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος (κλίση: υπνάκος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κάρναβος < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈkaɾ.na.vos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κάρ‐να‐βος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κάρναβος αρσενικό (θηλυκό Κάρναβου)

Μεταγραφές επεξεργασία

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κάρναβος < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κάρναβος αρσενικό