Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ιμχοτέπ < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ιμχοτέπ αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία