Θωτ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Θωτ < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Θωτ αρσενικό άκλιτο
- (αιγυπτιακή μυθολογία) ο θεός των αρχαίων Αιγυπτίων Θωθ
Μεταφράσεις επεξεργασία
Θωτ
→ δείτε τη λέξη Θωθ |
Θωτ αρσενικό άκλιτο
→ δείτε τη λέξη Θωθ |