Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Θηρασία < Θήρα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Θηρασία θηλυκό

  • ελληνική νησίδα παρά την νήσο Θήρα, ουσιαστικά το δυτικό χείλος της εκεί καλντέρας

  Μεταφράσεις επεξεργασία