Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Θερμοχύτης < θερμό + χέω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Θερμοχύτης

  • δοχείο για το σερβίρισμα θερμού ποτού, λέξη από επίγραμμα του 5ου-6ου περίπου αιώνα

Η λέξη είναι γνωστή από το επίγραμμα 587 του ένατου βιβλίου της Παλατινής Ανθολογίας του Ευτόλμιου του σχολαστικού του ιλλούστριου (AP IX 587)