Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Θερμαῖος < Θέρμη

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Θερμαῖος αρσενικό

ἔπλεε ἀπιέμενος ἐς τὸν Θερμαῖον κόλπον (Ηρόδοτος, Ζ, 122)