Δείτε επίσης: θερμαϊκός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Θερμαϊκός < εννοείται: κόλπος → δείτε τη λέξη θερμαϊκός < αρχαία ελληνική Θερμαῖος κόλπος < Θέρμη

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Θερμαϊκός αρσενικό

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία