Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Θεοχάρης οι Θεοχάρηδες
      γενική του Θεοχάρη των Θεοχάρηδων
    αιτιατική τον Θεοχάρη τους Θεοχάρηδες
     κλητική Θεοχάρη Θεοχάρηδες
Και γενική ενικού Θεοχάρους
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης - κλίση: μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Θεοχάρης < ελληνιστική κοινή Θεοχάρης < θεόχαρις < θεό- + χάρις[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /θe.oˈxa.ɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Θε‐ο‐χά‐ρης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Θεοχάρης αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Θεοχάρη ή Θεοχάρους)

Δείτε επίσης επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
3η κλίση ετερόκλιτο: κατά την 1η κλίση
ονομαστική Θεοχάρης οἱ Θεοχάραι1
      γενική τοῦ Θεοχάρους τῶν Θεοχαρῶν
      δοτική τῷ Θεοχάρει τοῖς Θεοχάραις
    αιτιατική τὸν Θεοχάρη τοὺς Θεοχάρᾱς
     κλητική ! Θεόχαρες Θεοχάραι
1Κατά την 1η κλίση. Αν σχηματιστεί πληθυντικός, όλες οι πτώσεις
κατά την 1η κλίση, όπως «στρατιώτης».
Δε μαρτυρείται δυικός αριθμός.
3η κλίση, Κατηγορία 'Σωκράτης' όπως «Σωκράτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Θεοχάρης < θεόχαρις

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Θεοχάρης αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία