Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Θεογονία < θεογονία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Θεογονία θηλυκό, μόνο στον ενικό

  • τίτλος σπουδαίου ποιητικού έργου του Ησιόδου